originalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- originalité < original
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔ.ʁi.ʒi.na.li.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
originalité | originalités |
originalité (fr) θηλυκό
- η πρωτοτυπία, η αυθεντικότητα