αυθεντικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυθεντικότητα < αυθεντικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυθεντικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος αυθεντικός, η ιδιότητα του αυθεντικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυθεντικότητα