authenticity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
authenticity (en) (μη μετρήσιμο)
- η αυθεντικότητα, η γνησιότητα
- ↪ I dispute the authenticity of this artwork.
- Αμφισβητώ την αυθεντικότητα αυτού του έργου τέχνης.
- ↪ They will confirm the authenticity of the painting.
- Θα επιβεβαιώσουν τη γνησιότητά του πίνακα.
- ↪ I dispute the authenticity of this artwork.