Μετάβαση στο περιεχόμενο

authenticity

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
authenticity < authentic + -ity

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

authenticity (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αυθεντικότητα, η γνησιότητα
      I dispute the authenticity of this artwork.
    Αμφισβητώ την αυθεντικότητα αυτού του έργου τέχνης.
      They will confirm the authenticity of the painting.
    Θα επιβεβαιώσουν τη γνησιότητά του πίνακα.