authentic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός authentic
συγκριτικός more authentic
υπερθετικός most authentic

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɒ.ˈθɛn.tɪk/ & /ɔ.ˈθɛn.tɪk/
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
authentic < λατινική authenticus < ελληνιστική κοινή αὐθεντικός < αρχαία ελληνική αὐθέντης

Επίθετο

[επεξεργασία]

authentic (en)

  1. αυθεντικός, γνήσιος, που προέρχεται πραγματικά από εκείνον στον οποίο τον αποδίδουμε
    ⮡  an authentic (painting by) Greco - αυθεντικός (πίνακας του) Γκρέκο
    ⮡  an authentic document/manuscript - αυθεντικό έγγραφο/χειρόγραφο
    ⮡  an authentic signature - γνήσια υπογραφή
  2. αυθεντικός, αληθινός και ακριβής
    ⮡  authentic love/loyalty - αυθεντική αγάπη/πίστη
  3. αυθεντικός, που είναι ακριβώς το ίδιο με το πρωτότυπο
    ⮡  authentic folk songs - αυθεντικά λαϊκά τραγούδια

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]