assimilation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assimilation (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
assimilation < λατινική assimilatio < assimilare

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
assimilation assimilations

assimilation (fr) θηλυκό

  1. η αφομοίωση
  2. εξομοίωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]