προσωδιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσωδιακός < ελληνιστική κοινή προσῳδιακός < αρχαία ελληνική προσῳδία
Επίθετο[επεξεργασία]
προσωδιακός
- που αναφέρεται ή χρησιμοποιεί την προσωδία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσωδιακά
- → δείτε τη λέξη προσωδία