heap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
heap (en)
- σωρός, στοίβα
- σωρεία
- (πληροφορική) στοίβα, βασική δομή δεδομένων
Ρήμα[επεξεργασία]
heap (en)