Μετάβαση στο περιεχόμενο

correctness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
correctness < correct + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

correctness (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η ακρίβεια, η ορθότητα, η ιδιότητα του να είναι ακριβής ή σωστός, χωρίς λάθη
      the correctness of a translation - η ακρίβεια μιας μετάφρασης
      I dispute the correctness of your conclusions.
    Αμφισβητώ την ορθότητα των συμπερασμάτων σου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη accuracy
  2. η καταλληλότητα, η ιδιότητα του να είναι κατάλληλος, για να γίνει κάτι όπως πρέπει
      the correctness of the teaching methods - η καταλληλότητα των μεθόδων διδασκαλίας
     συνώνυμα: appropriateness