απαέρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαέρωση | οι | απαερώσεις |
γενική | της | απαέρωσης* | των | απαερώσεων |
αιτιατική | την | απαέρωση | τις | απαερώσεις |
κλητική | απαέρωση | απαερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απαέρωση θηλυκό
- αφαίρεση αέρα
- το να υπάρχει διαρροή αερίου, το να "χάνει" κάτι αέρα