language
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
language | languages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
language (en)
- η γλώσσα ως κώδικας επικοινωνίας
- ↪ The interpreter speaks three languages.
- Η διερμηνέας μιλάει τρεις γλώσσες.
- ↪ The interpreter speaks three languages.