spout
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spout | spouts |
spout (en)
- το στόμιο
- ⮡ the spout of a pump - το στόμιο μίας αντλίας
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | spout |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spouts |
αόριστος | spouted |
παθητική μετοχή | spouted |
ενεργητική μετοχή | spouting |
spout (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αναβλύζω, βγάζω κάτι, ειδικά ένα υγρό, σε ένα ρεύμα με μεγάλη δύναμη ή κάτι βγαίνει με αυτόν τον τρόπο
Πηγές
[επεξεργασία]- spout (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- spout (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 822. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβλύζω, στόμιο