comedy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
comedy | comedies |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]comedy (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κωμωδία
- ↪ Do you prefer ancient tragedy or ancient comedy?
- Προτιμάς την αρχαία τραγωδία ή την αρχαία κωμωδία;
- ↪ This comedy is attributed to Aristophanes.
- Αυτή η κωμωδία αποδίδεται στον Αριστοφάνη.
- ↪ Do you prefer ancient tragedy or ancient comedy?