comedy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
comedy | comedies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
comedy (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κωμωδία
- ↪ Do you prefer ancient tragedy or ancient comedy?
- Προτιμάς την αρχαία τραγωδία ή την αρχαία κωμωδία;
- ↪ Do you prefer ancient tragedy or ancient comedy?