αναρμοδιότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρμοδιότητα οι αναρμοδιότητες
      γενική της αναρμοδιότητας των αναρμοδιοτήτων
    αιτιατική την αναρμοδιότητα τις αναρμοδιότητες
     κλητική αναρμοδιότητα αναρμοδιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναρμοδιότητα < άναρμοδιότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναρμοδιότητα θηλυκό (ο πληθυντικός, αδόκιμος)

Σε περίπτωση καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του δικαστηρίου, το εφετείο ακυρώνει την πρωτόδικη απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]