fragment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fragment (en)
- θραύσμα, κομμάτι από αντικείμενο που έσπασε
- απόσπασμα από κείμενο της αρχαιότητας που δεν διασώθηκε ολόκληρο, σπάραγμα
- (πληροφορική) τμήμα κώδικα
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fragment (pl) αρσενικό
- το απόσπασμα, το μέρος που προέρχεται από κάποιο σύνολο