fragment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fragment (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fragment (en)
- θραύσμα, κομμάτι από αντικείμενο που έσπασε
- απόσπασμα από κείμενο της αρχαιότητας που δεν διασώθηκε ολόκληρο, σπάραγμα
- (πληροφορική) τμήμα κώδικα
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fragment (pl) αρσενικό
- το απόσπασμα, το μέρος που προέρχεται από κάποιο σύνολο