mix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | mix |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mixes |
αόριστος | mixed |
παθητική μετοχή | mixed |
ενεργητική μετοχή | mixing |
Ρήμα[επεξεργασία]
mix (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανακατεύω, κάνω ένα μείγμα από διάφορα υλικά
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- mix - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 48. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακατεύω
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mix (ca)