mix

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
mix mixes

mix (en)

  1. (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) το μείγμα, ένας συνδυασμός διαφορετικών ανθρώπων ή πραγμάτων
    We have a mix of coffee/tea/tobacco.
    Έχουμε ένα μείγμα καφέ/τσαγιού/καπνού.
    He’s a mix of both good and bad qualities.
    Είναι μείγμα αρετών και αδυναμιών.
     συνώνυμα:  blend, combination, compound, medley και mixture
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μείγμα από πράγματα που χρειάζομαι για να φτιάξω κάτι, που πωλείται συχνά ως σκόνη στην οποία προσθέτω νερό κτλ.
    an ice cream/cake mix - παγωτό μείγμα/μείγμα του κέικ
    After mixing the ingredients, toss the mix into the pan.
    Μετά την ανάμειξη των υλικών, ρίχνετε το μείγμα στο τηγάνι.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας mix
γ΄ ενικό ενεστώτα mixes
αόριστος mixed
παθητική μετοχή mixed
ενεργητική μετοχή mixing

mix (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

mix (ca)