mixed up with
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
mixed up with (en)
- (ιδιωματισμός) μπλέκω, μπερδεύομαι με κάποιον που οι άλλοι άνθρωποι δεν εγκρίνουν
- ↪ Don’t become mixed up with them.
- Μην μπλέξεις μαζί τους!
- ↪ He got mixed up with some criminal.
- Μπερδεύτηκε με κάτι κακούργος.
- ↪ Don’t become mixed up with them.