phase

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
phase phases

phase (en)

  1. η φάση (το στάδιο μιας διαδικασίας)
  2. (αστρονομία) η φάση
  3. (φυσική) η φάση
  4. η όψη, η πλευρά
    this problem has many phases
  5. η κατάσταση όπου δύο μηχανισμοί βρισκονται σε συγχρονισμό μεταξύ τους

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας phase
γ΄ ενικό ενεστώτα phases
αόριστος phased
παθητική μετοχή phased
ενεργητική μετοχή phasing

phase (en)

  1. σχεδιάζω ή προγραμματίζω κάτι για να είναι διαθέσιμο όταν το χρειαστώ
  2. συγχρονίζω

Σύνθετα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

phase (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]