phase
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
phase (en)
- η φάση (το στάδιο μιας διαδικασίας)
- (αστρονομία) η φάση
- (φυσική) η φάση
- η όψη, η πλευρά
- this problem has many phases
- η κατάσταση όπου δύο μηχανισμοί βρισκονται σε συγχρονισμό μεταξύ τους
Ρήμα[επεξεργασία]
phase (en)
- σχεδιάζω ή προγραμματίζω κάτι για να είναι διαθέσιμο όταν το χρειαστώ
- συγχρονίζω
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
phase (fr) θηλυκό