λύχνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λύχνος | οι | λύχνοι |
γενική | του | λύχνου | των | λύχνων |
αιτιατική | τον | λύχνο | τους | λύχνους |
κλητική | λύχνε | λύχνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύχνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λύχνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λύχνος αρσενικό
- (λόγιο) το λυχνάρι
- άλλες μορφές: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) ουδέτερο το λύχνο (#διγενή ουσιαστικά)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κρυσταλλολυχνία
- λυχνάναμμα
- λυχνία
- λυχνοκαύτρα
- λυχνοστάτης
- Λέξεις με *λυχν* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- δεν σχετίζεται ετυμολογικά με το λιχνίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λύχνος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ὁ | λύχνος | οἱ | λύχνοι | τὰ | λύχνᾰ |
γενική | τοῦ | λύχνου | τῶν | λύχνων | τῶν | λύχνων |
δοτική | τῷ | λύχνῳ | τοῖς | λύχνοις | τοῖς | λύχνοις |
αιτιατική | τὸν | λύχνον | τοὺς | λύχνους | τὰ | λύχνᾰ |
κλητική ὦ! | λύχνε | λύχνοι | λύχνᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύχνω | ||||
γεν-δοτ | τοῖν | λύχνοιν | ||||
Και δεύτερος πληθυντικός όπως το «τέκνον». | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λύχνος < ρίζα *λυκ-, βλέπε λυκόφως, λευκός, λατινικό lux • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λύχνος αρσενικό
- το λυχνάρι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λυχνεῖον και λυχνίον
- λυχνία
- λυχνιαῖος
- λυχνοκαΐα
- λυχνοῦχος
- λυχνοφορέω
- λυχνοφόρος
- Λέξεις λυχν- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές[επεξεργασία]
- λύχνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύχνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα κατά το γένος (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)