lux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lux < πρωτοϊταλική *louks < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewk- (λευκός, λαμπερός, φωτεινός)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lux θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lux | lucēs |
γενική | lucis | lucum |
δοτική | lucī | lucibus |
αιτιατική | lucem | lucēs |
κλητική | lux | lucēs |
αφαιρετική | luce | lucibus |
Πηγές[επεξεργασία]
- lux - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.