work out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | work out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | works out |
αόριστος | worked out |
παθητική μετοχή | worked out |
ενεργητική μετοχή | working out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]work out (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γυμνάζομαι, γυμνάζω το σώμα μου με σωματική άσκηση
How often should I work out?
- Πόσο συχνά θα πρέπει να γυμνάζομαι;
The personal trainer works out at the gym.
- Ο γυμναστής γυμνάζεται στο γυμναστήριο.
I am working out my legs.
- Γυμνάζω τα πόδια μου.
I like working out.
- Μου αρέσει η γυμναστική.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exercise
- (αμετάβατο) κανονίζω, ρυθμίζω, εξελίσσομαι με επιτυχία
- (αμετάβατο) λύνομαι, καταλήγω, υπολογίζω ότι κάτι θα είναι ένα συγκεκριμένο ποσό
This sum doesn’t work out right.
- Αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται.
The total works out to be ten euros.
- Το σύνολο καταλήγει να είναι δέκα ευρώ.
- (μεταβατικό, βρετανικά αγγλικά) καταλαβαίνω τον χαρακτήρα κάποιου
I’ve never been able to work her out.
- Δεν μπόρεσε ποτέ να την καταλάβω.
- (μεταβατικό) λογαριάζω, υπολογίζω κάτι
- (μεταβατικό) λύνω, κανονίζω, διευθετώ, βρίσκω την απάντηση σε κάτι
This is a test version; we are still working out the kinks.
- Αυτή είναι μια δοκιμαστική έκδοση· ακόμα λύνουμε τα θεματάκια.
We resolved the issue by having the kids stay home.
- Το θέμα λύθηκε με το να μείνουν τα παιδιά στο σπίτι.
Let them work it out themselves.
- Ασ' τους να τα κανόνισαν μόνοι τους.
Don’t worry, everything will work itself out.
- Μη στενοχωριέσαι, όλα θα κανονιστούν.
We worked out our differences.
- Οι διαφορές μας κανονίστηκαν.
Through dialogue, we hope to work out our differences.
- Με το διάλογο ελπίζουμε ότι θα διευθετηθούν οι διαφορές μας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη solve
- (μεταβατικό) επινοώ, βρίσκω, σχεδιάζω ή σκέφτομαι κάτι
I am working out a plan.
- Επινοώ ένα σχέδιο/μια μέθοδο.
I am working out a way to make money.
- Βρίσκω έναν τρόπο να κάνω χρήματα.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) εξαντλούμαι, αφαιρώ όλο το κάρβουνο, τα ορυκτά κτλ. από ένα ορυχείο σε μια χρονική περίοδο
This mine has been worked out.
- Αυτό το ορυχείο έχει εξαντληθεί.
- (μεταβατικό) κανονίζω, αποφασίζω κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- work out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 304, 506-507, 774. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξελίσσω, λογαριάζω, ρυθμίζω