workout

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
workout workouts

Ετυμολογία [επεξεργασία]

workout < work + out

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

workout (en)

  • η εκγύμναση, η προπόνηση
    The use of a towel during your workout is mandatory.
    Η χρήση πετσέτας κατά την ώρα εκγύμνασης σας είναι υποχρεωτική.
    I ate after my workout.
    Έφαγα μετά την προπόνησή μου.
     συνώνυμα: exercise

Συγγενικά[επεξεργασία]