bed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bed | beds |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- bed - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 179, 761. ISBN 9780194325684., λήμμα: βυθός, πυθμένας
Αγγλοσαξονικά (ang)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (ang)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (af)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (nl) ουδέτερο
- το κρεβάτι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in bed - κρεβατωμένος, άρρωστος