bed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (en)
Αγγλοσαξονικά (ang) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (ang)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αφρικάανς (af) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (af)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bed (nl) ουδέτερο
- το κρεβάτι
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in bed - κρεβατωμένος, άρρωστος