πολυηλεκτρολύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυηλεκτρολύτης οι πολυηλεκτρολύτες
      γενική του πολυηλεκτρολύτη των πολυηλεκτρολυτών
    αιτιατική τον πολυηλεκτρολύτη τους πολυηλεκτρολύτες
     κλητική πολυηλεκτρολύτη πολυηλεκτρολύτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυηλεκτρολύτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyelectrolyte < αρχαία ελληνική πολύς + ἤλεκτρον + λύτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυηλεκτρολύτης αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]