πολυμερές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολυμερές τα πολυμερή
      γενική του πολυμερούς των πολυμερών
    αιτιατική το πολυμερές τα πολυμερή
     κλητική πολυμερές πολυμερή
Συχνά στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πολυμερές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυμερής, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polymère < αρχαία ελληνική πολυμερής[1] < πολυ- + -μερής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.li.meˈɾes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐με‐ρές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πολυμερές ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]