section
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
section (en)
- ο τομέας
- (κατʼ επέκταση) η παράγραφος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
section (fr) θηλυκό
- ο τομέας, το τμήμα
- (κατʼ επέκταση) η παράγραφος