conditional
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kənˈdɪʃənəl/
Επίθετο[επεξεργασία]
conditional (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (λογική) material conditional
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
conditional στην αγγλική Βικιπαίδεια