αντιορός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντιορός οι αντιοροί
      γενική του αντιορού των αντιορών
    αιτιατική τον αντιορό τους αντιορούς
     κλητική αντιορέ αντιοροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιορός < αντί + ορός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιορός αρσενικό

  • ορός αίματος ο οποίος περιέχει αντισώματα με σκοπό την ίαση ή την προστασία από συγκεκριμένες ασθένειες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]