Μετάβαση στο περιεχόμενο

height

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
height heights

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

height (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ύψος, η μέτρηση του ύψους ενός ατόμου ή ενός πράγματος
      We are the same height.
    Έχουμε το ίδιο ύψος.
  2. (μη μετρήσιμο) το ύψος, το να έχει μεγάλο ύψος
      The building stood out from far away with its height.
    Το κτίριο ξεχώριζε από μακριά με το ύψος του.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ύψος, μια συγκεκριμένη απόσταση πάνω από το έδαφος
      at shoulder height - στο ύψος των ώμων
      The plane gained height.
    Το αεροπλάνο πήρε ύψος.
      The eagle is flying at a high height.
    Ο αετός πετά σε μεγάλο ύψος.
      The water fell from a height of approximately 7 meters onto the mill's waterwheel.
    Το νερό έπεσε από ύψος 7 μέτρων περίπου στη φτερωτή του μύλου.
  4. (συνήθως πληθυντικός) τα ύψη, ένα υψηλό μέρος ή θέση
      I have a fear of heights./I’m afraid of heights.
    Φοβάμαι τα ύψη.
  5. (μόνο ενικός) η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα, το σημείο που κάτι είναι το πιο δυνατό ή το καλύτερο
      the height of my career - το αποκορύφωμα της καριέρας μου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη peak