height
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
height | heights |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]height (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ύψος, η μέτρηση του ύψους ενός ατόμου ή ενός πράγματος
- ⮡ We are the same height.
- Έχουμε το ίδιο ύψος.
- ⮡ We are the same height.
- (μη μετρήσιμο) το ύψος, το να έχει μεγάλο ύψος
- ⮡ The building stood out from far away with its height.
- Το κτίριο ξεχώριζε από μακριά με το ύψος του.
- ⮡ The building stood out from far away with its height.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το ύψος, μια συγκεκριμένη απόσταση πάνω από το έδαφος
- ⮡ at shoulder height - στο ύψος των ώμων
- ⮡ The plane gained height.
- Το αεροπλάνο πήρε ύψος.
- ⮡ The eagle is flying at a high height.
- Ο αετός πετά σε μεγάλο ύψος.
- ⮡ The water fell from a height of approximately 7 meters onto the mill's waterwheel.
- Το νερό έπεσε από ύψος 7 μέτρων περίπου στη φτερωτή του μύλου.
- (συνήθως πληθυντικός) τα ύψη, ένα υψηλό μέρος ή θέση
- ⮡ I have a fear of heights./I’m afraid of heights.
- Φοβάμαι τα ύψη.
- ⮡ I have a fear of heights./I’m afraid of heights.
- (μόνο ενικός) η αποκορύφωση, το αποκορύφωμα, το σημείο που κάτι είναι το πιο δυνατό ή το καλύτερο