collective
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]collective (en) (χωρίς παραθετικά)
- συλλογικός, που αφορά πολλούς ανθρώπους
- ⮡ collective bargaining/agreements - συλλογικές διαπραγματεύσεις/συμβάσεις
- ⮡ collective responsibility - συλλογική ευθύνη
- ⮡ collective security/leadership - συλλογική ασφάλεια/ηγεσία
- (γραμματική) περιληπτικός, που χρησιμοποιείται στον ενικό αριθμό για να δηλώσει το σύνολο ομοειδών πραγμάτων
- ⮡ a collective name - περιληπτικό όνομα
- ⮡ a collective noun - περιληπτικό ουσιαστικό
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
collective | collectives |
collective (fr)