Μετάβαση στο περιεχόμενο

archer

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

archer (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
archer archers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

archer (fr) αρσενικό

  1. ο τοξότης
  2. (αργκό) ο αστυνομικός

Συγγενικά

[επεξεργασία]