Μετάβαση στο περιεχόμενο

defendant

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
defendant defendants

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

defendant (en)

  • (νομικός όρος) κατηγορούμενος για ποινικά αδικήματα, εναγόμενος για αστικές υποθέσεις
      Every defendant has the right to a fair trial.
    Κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.
      After the defendant’s plea, the counsel began its arguments.
    Μετά την απολογία του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων.
      counsel for the defendant - συνήγορος του εναγομένου