εξατμιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξατμιστής οι εξατμιστές
      γενική του εξατμιστή των εξατμιστών
    αιτιατική τον εξατμιστή τους εξατμιστές
     κλητική εξατμιστή εξατμιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξατμιστής < εξ- + ατμός + -ιστής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξατμιστής αρσενικό ή ατμοποιητής

  • εναλλάκτης θερμότητας, εξωτερικό στοιχείο ψυκτικής μηχανής το οποίο απορροφά θερμότητα από το περιβάλλον

Συγγενικά[επεξεργασία]

εξάτμιση, εξατμίζω, εξατμίζομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]