Μετάβαση στο περιεχόμενο

commission

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
commission commissions

commission (en)

  1. η επιτροπή, επίσημη ομάδα ατόμων που έχει αναλάβει την ευθύνη να ελέγχει κάτι ή να διερευνήσει κάτι, συνήθως για λογαριασμό της κυβέρνησης
      The commission is expected to report its findings next month.
    Η επιτροπή αναμένεται να αναφέρει τα ευρήματά της τον επόμενο μήνα.
      The election commission found that neither candidate received enough votes to avoid a run-off.
    Η εκλογική επιτροπή διαπίστωσε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν έλαβε αρκετές ψήφους για να αποφύγει τον δεύτερο γύρο.
      The government appointed an independent commission to investigate the causes of the disaster.
    Η κυβέρνηση διόρισε μια ανεξάρτητη επιτροπή για να ερευνήσει τα αίτια της καταστροφής.
     συνώνυμα: committee
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προμήθεια, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον για την πώληση αγαθών και που αυξάνεται με το ποσό των αγαθών που πωλούνται
      You get a 10 percent commission on everything you sell.
    Παίρνεις προμήθεια 10 τοις εκατό για όλα όσα πουλάς.
      The artist's agent receives commission on a percentage basis.
    Ο πράκτορας του καλλιτέχνη παίρνει προμήθεια με ποσοστιαία βάση.
      For your job, do you work on commission?
    Στη δουλειά σου, δουλεύεις με προμήθεια;
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός) η προμήθεια, χρηματικό ποσό που χρεώνει μια τράπεζα κτλ. για την παροχή μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας
      1 per cent commission is charged for exchanging foreign currency.
    Χρεώνεται προμήθεια 1 τοις εκατό για την ανταλλαγή ξένου συναλλάγματος.
      The bank charges a high commission on these transactions.
    Η τράπεζα χρεώνει υψηλή προμήθεια για αυτές τις συναλλαγές.
  4. η παραγγελία, επίσημη αίτηση προς κάποιον να σχεδιάσει ή να δημιουργήσει ένα έργο, όπως ένα κτήριο ή ένας πίνακας
      He received a commission to design the new parliament building.
    Έλαβε παραγγελία για να σχεδιάσει το νέο κτήριο του κοινοβουλίου.
      Sometimes I take commissions for portraits.
    Κάποιες φορές αναλαμβάνω παραγγελίες για πορτραίτα.
      The exhibition was a success and brought commissions from wealthy patrons.
    Η έκθεση ήταν επιτυχής και έφερε παραγγελίες από πλούσιους ευεργέτες.
  5. στρατιωτική θέση που ανατίθεται σε αξιωματικό
  6. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η διάπραξη ενός εγκλήματος
      the commission of a murder - η διάπραξη δολοφονίας
     συνώνυμα: perpetration

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
commission commissions

commission (fr) θηλυκό

  1. η επιτροπή
  2. η προμήθεια (σε διαμεσολαβητές)
  3. το μήνυμα, η αποστολή
  4. η μίζα
    il lui a fait la commission - του πέρασε το μήνυμα
  5. το θέλημα