commission

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

commission (en)

  1. αποστολή (που πρέπει κάποιος να φέρει σε πέρας)
  2. στρατιωτική θέση που ανατίθεται σε αξιωματικό
  1.  συνώνυμα: committee
  2. προμήθεια (σε διαμεσολαβητές)
     συνώνυμα: brokerage
  3. διάπραξη (πχ ενός εγκλήματος)
     συνώνυμα: perpetration

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
commission commissions

commission (fr) θηλυκό

  1. η επιτροπή
  2. η προμήθεια (σε διαμεσολαβητές)
  3. το μήνυμα, η αποστολή
  4. η μίζα
    il lui a fait la commission - του πέρασε το μήνυμα
  5. το θέλημα