commission
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
commission | commissions |
commission (en)
- η επιτροπή, επίσημη ομάδα ατόμων που έχει αναλάβει την ευθύνη να ελέγχει κάτι ή να διερευνήσει κάτι, συνήθως για λογαριασμό της κυβέρνησης
- ⮡ The commission is expected to report its findings next month.
- Η επιτροπή αναμένεται να αναφέρει τα ευρήματά της τον επόμενο μήνα.
- ⮡ The election commission found that neither candidate received enough votes to avoid a run-off.
- Η εκλογική επιτροπή διαπίστωσε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν έλαβε αρκετές ψήφους για να αποφύγει τον δεύτερο γύρο.
- ⮡ The government appointed an independent commission to investigate the causes of the disaster.
- Η κυβέρνηση διόρισε μια ανεξάρτητη επιτροπή για να ερευνήσει τα αίτια της καταστροφής.
- ≈ συνώνυμα: committee
- ⮡ The commission is expected to report its findings next month.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προμήθεια, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον για την πώληση αγαθών και που αυξάνεται με το ποσό των αγαθών που πωλούνται
- ⮡ You get a 10 percent commission on everything you sell.
- Παίρνεις προμήθεια 10 τοις εκατό για όλα όσα πουλάς.
- ⮡ The artist's agent receives commission on a percentage basis.
- Ο πράκτορας του καλλιτέχνη παίρνει προμήθεια με ποσοστιαία βάση.
- ⮡ For your job, do you work on commission?
- Στη δουλειά σου, δουλεύεις με προμήθεια;
- ⮡ You get a 10 percent commission on everything you sell.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η προμήθεια, χρηματικό ποσό που χρεώνει μια τράπεζα κτλ. για την παροχή μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας
- ⮡ 1 per cent commission is charged for exchanging foreign currency.
- Χρεώνεται προμήθεια 1 τοις εκατό για την ανταλλαγή ξένου συναλλάγματος.
- ⮡ The bank charges a high commission on these transactions.
- Η τράπεζα χρεώνει υψηλή προμήθεια για αυτές τις συναλλαγές.
- ⮡ 1 per cent commission is charged for exchanging foreign currency.
- η παραγγελία, επίσημη αίτηση προς κάποιον να σχεδιάσει ή να δημιουργήσει ένα έργο, όπως ένα κτήριο ή ένας πίνακας
- ⮡ He received a commission to design the new parliament building.
- Έλαβε παραγγελία για να σχεδιάσει το νέο κτήριο του κοινοβουλίου.
- ⮡ Sometimes I take commissions for portraits.
- Κάποιες φορές αναλαμβάνω παραγγελίες για πορτραίτα.
- ⮡ The exhibition was a success and brought commissions from wealthy patrons.
- Η έκθεση ήταν επιτυχής και έφερε παραγγελίες από πλούσιους ευεργέτες.
- ⮡ He received a commission to design the new parliament building.
- στρατιωτική θέση που ανατίθεται σε αξιωματικό
- (μη μετρήσιμο, επίσημο) η διάπραξη ενός εγκλήματος
- ⮡ the commission of a murder - η διάπραξη δολοφονίας
- ≈ συνώνυμα: perpetration
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
commission | commissions |
commission (fr) θηλυκό