αστράγαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστράγαλος < αρχαία ελληνική ἀστράγαλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈstɾa.ɣa.lɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστράγαλος αρσενικό
- μικρό οστό που βρίσκεται στο πίσω μέρος του ταρσού, ανάμεσα στην κνήμη και στη φτέρνα
- το αντίστοιχο τμήμα του ποδιού
- (πληθυντικός) παλιό παιχνίδι που παιζόταν με τα κότσια των ζώων
- (βοτανική): θάμνος που ανήκει στο ταξινομικό γένος Astragalus, που ανήκει στη κατηγορία των βοτάνων
- το βότανο αστράγαλος είναι περισσότερο γνωστός με τα ονόματα τετραγκαθιά ή τετράγκαθο
- συμπλήρωμα διατροφής βασισμένο στον αστράγαλο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- άχρι αστραγάλων : ως εκεί, μη περαιτέρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστράγαλος
|
|