αστράγαλοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | αστράγαλοι | ||
γενική | των | αστραγάλων | ||
αιτιατική | τους | αστραγάλους & αστράγαλους | ||
κλητική | αστράγαλοι | |||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστράγαλοι: πληθυντικός αριθμός του αστράγαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστράγαλοι αρσενικό στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) παλιό παιχνίδι που παιζόταν με τους αστράγαλους, τα κότσια των ζώων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αστράγαλοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του αστράγαλος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Παιχνίδια (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)