archive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
archive (en)
χρήση προθέσεων[επεξεργασία]
- in the archive
Ρήμα[επεξεργασία]
archive (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
archive | archives |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
archive (fr) θηλυκό
- το αρχείο