objection
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]objection (en)
- η αντίρρηση
- (νομικός όρος) η ένσταση (που υποβαλλεται από συνήγορο κατά τη διάρκεια της δίκης)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɔb.ʒɛk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
objection | objections |
objection (fr) θηλυκό