objection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
objection (en)
- η αντίρρηση
- (νομικός όρος) η ένσταση (που υποβαλλεται από συνήγορο κατά τη διάρκεια της δίκης)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔb.ʒɛk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
objection | objections |
objection (fr) θηλυκό