Μετάβαση στο περιεχόμενο

objection

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

objection (en)

  1. η αντίρρηση
  2. (νομικός όρος) η ένσταση (που υποβαλλεται από συνήγορο κατά τη διάρκεια της δίκης)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔb.ʒɛk.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
objection objections

objection (fr) θηλυκό

  1. η αντίρρηση
  2. (νομικός όρος) η ένσταση (που υποβαλλεται από συνήγορο κατά τη διάρκεια της δίκης)