φυλετισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φυλετισμός | οι | φυλετισμοί |
γενική | του | φυλετισμού | των | φυλετισμών |
αιτιατική | τον | φυλετισμό | τους | φυλετισμούς |
κλητική | φυλετισμέ | φυλετισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυλετισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική racisme.[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυλετισμός αρσενικό
- θεωρία σύμφωνα με την οποία οι ανθρώπινες φυλές κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με τα γενετικά τους χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανισοτήτων, όπως το απαρτχάιντ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φυλετισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)