ενδοκυττάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοκυττάριος, -α, -ο
- (νεολογισμός) που βρίσκεται μέσα στο κύτταρο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοκυττάριος
→ δείτε τη λέξη ενδοκυτταρικός |