ενδο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδ(ο)- < αρχαία ελληνική ἔνδον & (λόγιο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία endo-[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Πρόθημα
[επεξεργασία]ενδο-, ενδό-, ενδ-
- που συμβαίνει, προέρχεται ή ανήκει στο εσωτερικό του β' συνθετικού της λέξης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ενδο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ενδό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ενδ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ενδο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)