lumbering
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lumbering | lumberings |
lumbering (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]lumbering (en)
ενικός | πληθυντικός |
lumbering | lumberings |
lumbering (en)
lumbering (en)