αξενικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξενικός η αξενική το αξενικό
      γενική του αξενικού της αξενικής του αξενικού
    αιτιατική τον αξενικό την αξενική το αξενικό
     κλητική αξενικέ αξενική αξενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξενικοί οι αξενικές τα αξενικά
      γενική των αξενικών των αξενικών των αξενικών
    αιτιατική τους αξενικούς τις αξενικές τα αξενικά
     κλητική αξενικοί αξενικές αξενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξενικός < axenic (en) < α- + ξενικός ή ξένος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αξενικός -ή, -ό

  • (βιολογία) που αποτελείται από έναν μόνο οργανισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]