όρχις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | όρχις | οι | όρχεις |
γενική | του | όρχεως | των | όρχεων |
αιτιατική | τον | όρχι | τους | όρχεις |
κλητική | όρχις | όρχεις | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όρχις < αρχαία ελληνική ὄρχις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]όρχις αρσενικό