αρχίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχίδι τα αρχίδια
      γενική του αρχιδιού των αρχιδιών
    αιτιατική το αρχίδι τα αρχίδια
     κλητική αρχίδι αρχίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχίδι < μεσαιωνική ελληνική ἀρχίδι < ἀρχίδια < τὰ 'ρχίδια < τὰ ὀρχίδια < < (ελληνιστική κοινήὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (αρχαία ελληνική)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾˈçi.ði/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχίδι ουδέτερο

  1. (χυδαίο) ο ένας από τους δύο αδένες που παράγουν το σπέρμα, ο όρχις[1]
  2. (στον πληθυντικό, κατά συνεκδοχή) τα ανδρικά γεννητικά όργανα
  3. υβριστικός χαρακτηρισμός
  4. (στον πληθυντικό) επιφώνημα δυσπιστίας
  5. (στον πληθυντικό ως επίθετο) κακό, κακής ποιότητας, ψεύτικο
    αρχίδια υπολογιστή πήρες!

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • γράφω κάτι/κάποιον στ’ αρχίδια μου : (υβριστικό) αδιαφορώ πλήρως για κάποιον ή κάτι
  • στ’ αρχίδια μου : (υβριστικό) δεν με ενδιαφέρει αυτό που λες ή κάνεις, δεν πτοούμαι
  • παρ' τ' αρχίδια μου, τσάκω'/τσίμπα 'να 'ρχίδι (τσάκωσε): (υβριστικό) ως άρνηση εκχώρησης ή κοροϊδευτικά
  • αρχίδια θα πάρεις: (υβριστικό - περιπαικτικό), ως άρνηση ή αβέβαιης εκχώρησης
  • καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυό : καλωσορίζοντας κάποιον ειρωνικά/πειραχτικά/σκωπτικά/υβριστικά/δηκτικά
  • διευθυντης, προπονητής, πρωθυπουργός κτλ. με αρχίδια : άξιος/ικανός
  • αρχίδια διευθυντης, προπονητής, πρωθυπουργός κτλ.: άθλιος/δύστροπος/ανίκανος
  • για δε' 'να 'ρχίδι/για δες ένα αρχίδι/κοίτα 'να 'ρχίδι/κοίτα ένα αρχίδι: αυτός είναι/εσύ είσαι καθίκι-κάθαρμα
  • μια μάντρα αρχίδια : σύνολο αθλιοτήτων
  • μιαν οκάν αρτζίντια : σύνολο αθλιοτήτων στην κυπριακή διάλεκτο
  • τι άλλο θ' ακούσουν τ' αρχίδια μου(;) : για πρωτοφανή χαζομάρα, για κάτι ή κάποιον που αδιαφορώ
  • μου έκανες τ' αρχίδια τσουρέκια: με έπρηξες, με ζάλισες
  • κλάσε μου τ' αρχίδια/πάρε φόρα και κλάσε μου τ' αρχίδια: δεν σε φοβάμαι, δεν έχεις ισχύ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης: ἀρχίδιον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]