ὀρχίδιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀρχίδιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀρχίδ(ιον) + -ιν, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὄρχις (αρσενικό). Και μεσαιωνική ὄρχις, θηλυκό.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀρχίδιν ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) ο όρχις, το αρχίδι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀρχιδάτος / ἀρχιάτος
- κόψορχις
- μεγαλορχιδάτος
- ὀρχιδοκωλοκτύπησις / ὀρχιδοκωλοκτύπωσις
- ὀρχιδόπουλον / ὀρκιδόπουλον
- ὀρχιοτομῶ / ὀρχοτομῶ
- → δείτε και τη λέξη ὄρχις (θηλυκό)
Πηγές[επεξεργασία]
- ορχίδιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ὀρχίδιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιν (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)