Μετάβαση στο περιεχόμενο

site

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
site sites

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saɪt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

site (en)

  1. ο τόπος, η θέση, η τοποθεσία, ο χώρος, ένα μέρος όπου βρίσκεται ένα κτίριο, μια πόλη κτλ.
      This site is ideal for tourism development.
    Αυτός ο τόπος είναι ιδανικός για τουριστική ανάπτυξη.
      The site of the meeting was in the city center.
    Ο τόπος της συνάντησης ήταν στο κέντρο της πόλης.
      It is built on the site of an ancient temple.
    Είναι χτισμένο στην θέση ενός αρχαίου ναού.
      This site is suitable for the new factory.
    Αυτή η τοποθεσία είναι κατάλληλη για το νέο εργοστάσιο.
      The government has announced the proposed site for the airport.
    Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον προτεινόμενο χώρο για το αεροδρόμιο.
  2. ο τόπος, η θέση, η τοποθεσία, ο χώρος, ένα μέρος όπου κάτι έχει συμβεί
      Here is the very site where it happened.
    Εδώ είναι ακριβώς ο τόπος όπου συνέβη.
      There were braking signs at the site of the collision.
    Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
      The site of the incident was reported immediately to the police.
    Η θέση του συμβάντος αναφέρθηκε αμέσως στην αστυνομία.
      The excavation site is remote.
    Η τοποθεσία της ανασκαφής είναι απομακρυσμένη.
      Archaeologists found pottery in the lowest level of the archaeological site.
    Οι αρχαιολόγοι βρήκαν αγγεία στο χαμηλότερο επίπεδο του αρχαιολογικού χώρου.
  3. (διαδίκτυο) ο ιστοχώρος ή ο ιστότοπος, περικοπή του website
  4. (πληροφορική) ο χώρος που φιλοξενεί τις εγκαταστάσεις των ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξυπηρετητών (servers) και άλλων συστημάτων μιάς εταιρίας, οργανισμού, κλπ.
     συνώνυμα: computer room

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

site (fr)