site
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
site | sites |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]site (en)
- ο τόπος, η θέση, η τοποθεσία, ο χώρος, ένα μέρος όπου βρίσκεται ένα κτίριο, μια πόλη κτλ.
- ⮡ This site is ideal for tourism development.
- Αυτός ο τόπος είναι ιδανικός για τουριστική ανάπτυξη.
- ⮡ The site of the meeting was in the city center.
- Ο τόπος της συνάντησης ήταν στο κέντρο της πόλης.
- ⮡ It is built on the site of an ancient temple.
- Είναι χτισμένο στην θέση ενός αρχαίου ναού.
- ⮡ This site is suitable for the new factory.
- Αυτή η τοποθεσία είναι κατάλληλη για το νέο εργοστάσιο.
- ⮡ The government has announced the proposed site for the airport.
- Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον προτεινόμενο χώρο για το αεροδρόμιο.
- ⮡ This site is ideal for tourism development.
- ο τόπος, η θέση, η τοποθεσία, ο χώρος, ένα μέρος όπου κάτι έχει συμβεί
- ⮡ Here is the very site where it happened.
- Εδώ είναι ακριβώς ο τόπος όπου συνέβη.
- ⮡ There were braking signs at the site of the collision.
- Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
- ⮡ The site of the incident was reported immediately to the police.
- Η θέση του συμβάντος αναφέρθηκε αμέσως στην αστυνομία.
- ⮡ The excavation site is remote.
- Η τοποθεσία της ανασκαφής είναι απομακρυσμένη.
- ⮡ Archaeologists found pottery in the lowest level of the archaeological site.
- Οι αρχαιολόγοι βρήκαν αγγεία στο χαμηλότερο επίπεδο του αρχαιολογικού χώρου.
- ⮡ Here is the very site where it happened.
- (διαδίκτυο) ο ιστοχώρος ή ο ιστότοπος, περικοπή του website
- (πληροφορική) ο χώρος που φιλοξενεί τις εγκαταστάσεις των ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξυπηρετητών (servers) και άλλων συστημάτων μιάς εταιρίας, οργανισμού, κλπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]site (fr)