solution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
solution solutions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solution (en)

  1. η λύση
  2. το διάλυμα



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
solution solutions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solution (fr) θηλυκό

  1. (για μια άσκηση ή ένα πρόβλημα) η λύση
  2. (στη φυσική ή χημεία) το διάλυμα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]