μιούζικαλ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μιούζικαλ < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική musical < μεσαιωνική λατινική musicalis < λατινική musica < αρχαία ελληνική μουσική < μουσικός < μοῦσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μιούζικαλ ουδέτερο άκλιτο
- (θέατρο, κινηματογράφος) θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο που περιλαμβάνει τραγούδια, χορευτικά και μουσικά νούμερα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)