επιτύμβιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτύμβιος < αρχαία ελληνική ἐπιτύμβιος < ἐπί + τύμβος
Επίθετο[επεξεργασία]
επιτύμβιος, -α, -ο
- (αρχαιολογία) που έχει σχέση με τύμβο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τοποθετούταν πάνω σ’ αυτόν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τύμβος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιτύμβιος