μουρασελές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουρασελές οι μουρασελέδες
      γενική του μουρασελέ των μουρασελέδων
    αιτιατική τον μουρασελέ τους μουρασελέδες
     κλητική μουρασελέ μουρασελέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουρασελές < τουρκική mürasele < αραβική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουρασελές αρσενικό

  1. (ιστορία) διορισμός, άδεια
  2. (ειδικότερα) (ιστορία) (Τουρκοκρατία) διαταγή απονομής της ιδιότητας του αρματολού
    ※  Τότε πλέον ἤρχιζε νὰ σκέπτηται περὶ τῆς προσφορᾶς τῆς παντουρίας, καπετανίας, εἰς τὸν ἄγριον τοῦτον ἀρματολόν, εἰς τὸν ὁποῖον, εὑρισκόμενον εἰς τὴν ἀγρίαν ταύτην κατάστασιν, ἀπέδιδον τὸ ἐπώνυμον κλέπτης· ὅταν δὲ οὗτος ἐλάμβανε τὸν μουρασελέν, δικαστικὴν ἀπόφασιν, ἐλέγετο παντούρηςκαπιτάνος. (Λάμπρος Κουτσονίκας, Γενικὴ ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Τύποις τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ» Δ. Καρακατσάνη, ἐν Ἀθήναις 1864, τ. 2, σελ. θʹ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]